- ψυχοθεραπευτής
- ο психотерапевт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοθεραπευτής — ο, θηλ. ψυχοθεραπεύτρια, Ν ιατρ. γιατρός ειδικευμένος στην ψυχοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + θεραπευτής: Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek
ψυχοθεραπευτής — ο ο γιατρός που θεραπεύει με την ψυχοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοθεραπευτικός — ή, ό, Ν [ψυχοθεραπευτής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος») … Dictionary of Greek